Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μπάσος — α, ο 1. χαμηλός 2. φρ. «μπάσα φωνή» μουσ. α) χαμηλή, βαθιά φωνή, η φωνή τού βαθυφώνου 3. το αρσ. ως ουσ. ο μπάσος ο βαθύφωνος 4. το ουδ. ως ουσ. το μπάσο βλ. μπάσο. επίρρ... μπάσα με μπάσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μπάσο] … Dictionary of Greek
βαθύφωνος — Τραγουδιστής που, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της αντρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με… … Dictionary of Greek
κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… … Dictionary of Greek
τρομπόνι — Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588 1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle,… … Dictionary of Greek
Κέιβ, Νικ — (Nick Cave, Βανγκαράτα, Αυστραλία 1957 –). Αυστραλός τραγουδιστής και συνθέτης. Αφού έλαβε μια επιμελημένη μόρφωση από τους εκπαιδευτικούς γονείς του, σε εφηβική ηλικία αποφάσισε να σχηματίσει ένα ροκ γκρουπ που θα οδηγούσε το ιδίωμα στα έσχατα… … Dictionary of Greek
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
βάσιμο — (basso). Μουσικός όρος. ενάριθμο – συνεχές β. (basso numerato – continuo). Σύστημα μουσικής γραφής σύμφωνα με το οποίο, αντί να σημειώνονται όλοι οι φθόγγοι των συγχορδιών ενός μουσικού έργου, σημειώνονται μόνο οι βαθύτεροι, ενώ ορισμένοι αριθμοί … Dictionary of Greek
καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… … Dictionary of Greek
μπασαβιόλα — η 1. μουσ. βαθύχορδο όργανο, το κοντραμπάσο 2. μτφ. πείνα, λόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] … Dictionary of Greek