μπάσο

μπάσο
(Ουένο 1643 – Οσάκα 1694). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιάπωνα ποιητή Μανεφούσα Ματσούο. Υπήρξε οξύς παρατηρητής της φύσης την οποία περιέγραψε στα περιπαθή ταξιδιωτικά ημερολόγιά του, γραμμένα ανάμεικτα σε πεζό και στίχους. Ως ποιητής έδωσε μεγάλη εξέλιξη στα χαϊκού, σύντομη ποιητική σύνθεση δεκαεπτά συλλαβών κατανεμημένων σε τρεις στίχους, το οποίο αποκτά με αυτόν μια πρωτοφανή λυρική υποβλητικότητα. Το έργο του (μια ανθολογία με τον τίτλο Ποιήματα του Μπασό) είναι διαποτισμένο από μυστικιστική αίσθηση της ζωής και της φύσης και αποκαλύπτει βαθύ πολιτιστικό υπόστρωμα. Ο Μ. υπήρξε έξοχος μελετητής της κινεζικής λογοτεχνίας.
* * *
το (Μ μπάσο)
είδος πνευστού μουσικού οργάνου που παράγει βαθύ ήχο
νεοελλ.
μουσ. (σε μια φωνητική ή οργανική σύνθεση) η χαμηλότερη από τις φωνές πάνω στην οποία στηρίζεται ολόκληρο το αρμονικό συγκρότημα και η οποία είναι το θεμέλιο, γενικά, τής αρμονίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. basso < λατ. bassus < πάσσω, ανώμαλος συγκρ. τού παχύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • μπάσος — α, ο 1. χαμηλός 2. φρ. «μπάσα φωνή» μουσ. α) χαμηλή, βαθιά φωνή, η φωνή τού βαθυφώνου 3. το αρσ. ως ουσ. ο μπάσος ο βαθύφωνος 4. το ουδ. ως ουσ. το μπάσο βλ. μπάσο. επίρρ... μπάσα με μπάσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μπάσο] …   Dictionary of Greek

  • βαθύφωνος — Τραγουδιστής που, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της αντρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με… …   Dictionary of Greek

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

  • τρομπόνι — Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588 1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle,… …   Dictionary of Greek

  • Κέιβ, Νικ — (Nick Cave, Βανγκαράτα, Αυστραλία 1957 –). Αυστραλός τραγουδιστής και συνθέτης. Αφού έλαβε μια επιμελημένη μόρφωση από τους εκπαιδευτικούς γονείς του, σε εφηβική ηλικία αποφάσισε να σχηματίσει ένα ροκ γκρουπ που θα οδηγούσε το ιδίωμα στα έσχατα… …   Dictionary of Greek

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • βάσιμο — (basso). Μουσικός όρος. ενάριθμο – συνεχές β. (basso numerato – continuo). Σύστημα μουσικής γραφής σύμφωνα με το οποίο, αντί να σημειώνονται όλοι οι φθόγγοι των συγχορδιών ενός μουσικού έργου, σημειώνονται μόνο οι βαθύτεροι, ενώ ορισμένοι αριθμοί …   Dictionary of Greek

  • καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… …   Dictionary of Greek

  • μπασαβιόλα — η 1. μουσ. βαθύχορδο όργανο, το κοντραμπάσο 2. μτφ. πείνα, λόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”